- ἐπουρίσας
- ἐπουρίσᾱς , ἐπουρίζωwaft onwardsaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)ἐπουρίσᾱς , ἐπουρίζωwaft onwardsaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπούρισας — ἐπουρίζω waft onwards aor ind act 2nd sg ἐπουρίζω waft onwards aor ind act 2nd sg (homeric ionic) ἐπουρίζω waft onwards aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επουρίζω — (AM ἐπουρίζω) (για άνεμο) αρχίζω να γίνομαι ούριος νεοελλ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου από πλεύση πλαγιοδρομίας σε πλεύση ουριοδρομίας, αρμενίζω στα πρύμα αρχ. 1. (για θάλασσα) ωθώ προς τα εμπρός ως ούριος άνεμος («ἐπουρίζοντος δὲ τοῡ πελάγους… … Dictionary of Greek